- υποδερμίδα
- η / ὑποδερμίς, -ίδος, ΝΑνεοελλ.1. ο συνδετικός ιστός τού δέρματος κάτω από το χόριο2. ζωολ. κάθε ιστός που βρίσκεται κάτω από το γνήσιο καλυπτήριο σύστημα, δηλαδή η επιφανειακή πλευρά κάτω από το δέρμα τών σπονδυλοζώων, ή κάτω από τους ιστούς οι οποίοι εκκρίνουν τον επιδερμικό εξωσκελετό μερικών ασπονδύλων3. βοτ. ένα ή περισσότερα στρώματα κυττάρων που βρίσκονται αμέσως κάτω από την επιδερμίδα στα φύλλα και σε άλλα όργανα πολλών φυτών και τα οποία διαφέρουν μορφολογικά από αυτά τών υποκείμενων ιστώναρχ.η κλειτορίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δέρμα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ὑποδεσμ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.